- κορυζιάρης
- κορυζιάρης, -α, -ικο (Μ)αυτός που πάσχει από κόρυζα, από δυνατό συνάχι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. -ιάρης, μειωτικής σημ. (πρβλ. μυξ-ιάρης, τσιμπλ-ιάρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… … Dictionary of Greek